- ὑπτίοις
- ὕπτιοςlaid on one's backmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρηνής — ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α (κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν… … Dictionary of Greek
ψιλίοις — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλαγίοις, ὑπτίοις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ψίλιον*] … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek